- ρεοστάτης
- ο физ. реостат
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ρεοστάτης — ο, Ν βλ. ροοστάτης … Dictionary of Greek
ρεοστάτης — ο συσκευή για παρεμβολή ηλεκτρικών αντιστάσεων σε κυκλώματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ροοστάτης — Μεταβλητή αντίσταση που χρησιμοποιείται για τη ρύθμιση του ρεύματος που ρέει σε ένα ηλεκτρικό κύκλωμα. Η μεταβολή της αντίστασης αυτής μπορεί να είναι ασυνεχής ή συνεχής. Στην πρώτη περίπτωση (ρ. με άλματα) ο ρ. αποτελείται από μια σειρά… … Dictionary of Greek
ροοστατικός — και ρεοστατικός, ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ροοστάτη. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. rheostatic < rheostat, βλ. λ. ρεοστάτης)] … Dictionary of Greek
ροοστάτης — ο βλ. ρεοστάτης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)